Λήψη Ιστορικού
Διαδικασία κατά την οποία καταγράφονται και αξιολογούνται από τον ιατρό, γεγονότα σχετιζόμενα με τη σωματική και ψυχική υγεία του ασθενούς. Η λήψη αναλυτικού ιστορικού έχει σημαντικό ρόλο στην σωστή διάγνωση του ασθενούς.
Χωρίζεται στο ατομικό και στο οικογενειακό ιστορικό. Στο ατομικό ιστορικό, μετά την λήψη απαραίτητων προσωπικών στοιχείων του ασθενούς (Ονοματεπώνυμο / Ηλικία / Φύλο / Ύψος / Βάρος), πραγματοποιούνται ερωτήσεις αρχικά για τα συμπτώματα του οξέος προβλήματος για το οποίο προσέρχεται ο ασθενής. Στη συνέχεια, για παλαιότερα χρόνια συνυπάρχοντα νοσήματα (όπως για παράδειγμα Αρτηριακή Υπέρταση, Σακχαρώδης Διαβήτης, Υπερλιπιδαίμια, Καρδιολογικά, Αναπνευστικά, Νεφρολογικά προβλήματα). Τέλος καταγράφεται η λήψη χρονίων φαρμακευτικών ουσιών καθώς και συνηθειών (όπως καφές, αλκοόλ, κάπνισμα).
Στα πλαίσια του θεσμού του προσωπικού ιατρού, η καταγραφή του ατομικού ιστορικού θα γίνεται στον Ατομικό Ηλεκτρονικό Φάκελο Υγείας (Α.Η.Φ.Υ.)
Χωρίζεται στο ατομικό και στο οικογενειακό ιστορικό. Στο ατομικό ιστορικό, μετά την λήψη απαραίτητων προσωπικών στοιχείων του ασθενούς (Ονοματεπώνυμο / Ηλικία / Φύλο / Ύψος / Βάρος), πραγματοποιούνται ερωτήσεις αρχικά για τα συμπτώματα του οξέος προβλήματος για το οποίο προσέρχεται ο ασθενής. Στη συνέχεια, για παλαιότερα χρόνια συνυπάρχοντα νοσήματα (όπως για παράδειγμα Αρτηριακή Υπέρταση, Σακχαρώδης Διαβήτης, Υπερλιπιδαίμια, Καρδιολογικά, Αναπνευστικά, Νεφρολογικά προβλήματα). Τέλος καταγράφεται η λήψη χρονίων φαρμακευτικών ουσιών καθώς και συνηθειών (όπως καφές, αλκοόλ, κάπνισμα).
Στα πλαίσια του θεσμού του προσωπικού ιατρού, η καταγραφή του ατομικού ιστορικού θα γίνεται στον Ατομικό Ηλεκτρονικό Φάκελο Υγείας (Α.Η.Φ.Υ.)
Κλινική Εξέταση
Παρά τη ανάπτυξη της τεχνολογίας, η κλινική εξέταση ακόμη και σήμερα είναι απαραίτητη και αναντικατάστατη και σε συνδυασμό με το ατομικό ιστορικό και τις εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις βοηθούν τον ιατρό στη διάγνωση και τη λήψη αποφάσεων για τη θεραπεία του ασθενούς. Τέλος, περιλαμβάνει την επισκόπηση, την επίκρουση, την ψηλάφηση, την ακρόαση και τη μέτρηση των ζωτικών σημείων του ασθενούς (Αρτηριακή Πίεση, Σφίξεις, Θερμοκρασία, Κορεσμός Οξυγόνου).
Διερεύνηση και θεραπεία αιτιών Πυρετού
Ο πυρετός είναι ένα από τα συνηθέστερα συμπτώματα και χαρακτηρίζεται από την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από το φυσιολογικό εύρος των 36-37°C, εξαιτίας της ανόδου του σημείου ρύθμισης της θερμοκρασίας. Ενίοτε συνοδεύεται από αύξηση του μυϊκού τόνου και ρίγη. Αρχικά ο ασθενής, παρά την αύξηση της θερμοκρασίας σώματός του, μπορεί να κρυώνει. Όταν η θερμοκρασία σώματος ανέλθει στο νέο σημείο ρύθμισης, ο ασθενής ζεσταίνεται. Τέλος κατά την αποδρομή του πυρετού, η ελάττωση της θερμοκρασίας συνήθως συνοδεύεται από εφίδρωση και αίσθημα ζέστης.
Ο πυρετός προκαλείται από διάφορες ιατρικές καταστάσεις όπως:
Ο πυρετός προκαλείται από διάφορες ιατρικές καταστάσεις όπως:
- Λοιμώξεις από βακτήρια, ιούς, μύκητες ή παράσιτα. Οι συνηθέστερες λοιμώξεις κατά συστήματα:
- Λοιμώξεις του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος από ιούς (εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα) ή από μικρόβια (μηνιγγίτιδα)
- Λοιμώξεις του ανωτέρου αναπνευστικού (παραρινοκολπίτιδες)
- Λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού από ιούς (κοινό κρυολόγημα, γρίπη) ή μικρόβια (μικροβιακή πνευμονία / φυματίωση)
- Λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα από μικρόβια
- Λοιμώξεις του πεπτικού, όπως γαστρεντερίτιδα από ιούς, μικρόβια ή τροφική δηλητηρίαση, χολοκυστίτιδα, παγκρεατίτιδα
- Λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος όπως κυστίτιδα ή πυελονεφρίτιδα
- Λοιμώξεις του δέρματος όπως κυτταρίτιδα
- Φλεγμονώδεις καταστάσεις - Αυτοάνοσα Νοσήματα: Όπως Ρευματοειδής αρθρίτιδα, Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, Αγγειίτιδες, Φλεγμονώδη Νοσήματα του εντέρου
- Κακοήθεια - Αιματολογικά Νοσήματα
- Φάρμακα: Ορισμένα αντιεπιληπτικά, αντιβιοτικά και αντιϊσταμινικά μπορεί να προκαλέσουν πυρετό.
- Εμβολιασμοί: Σε ορισμένους εμβολιασθέντες και κυρίως στα παιδιά, εμφανίζεται πυρετός ο οποίος είναι παροδικός.
- Έκθεση σε υπερβολική θερμότητα (θερμοπληξία, θερμική εξάντληση): Μπορεί να οδηγήσει σε πυρετό και άλλα συμπτώματα σε συνδυασμό με αφυδάτωση.
- Άλλες αιτίες: Τραύμα, οξεία / υποξεία θυρεοειδίτιδα, αλλεργικές αντιδράσεις, σπάνιες γενετικές διαταραχές.
Διερεύνηση και Ρύθμιση Αρτηριακής Υπέρτασης
Σύμφωνα με την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία, ως Αρτηριακή Πίεση ορίζεται η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών, καθώς ρέει εντός αυτών. Εάν η πίεση είναι υψηλή (αρτηριακή υπέρταση), η καρδιά πρέπει να εργαστεί περισσότερο για να διατηρήσει επαρκή ροή αίματος.
Υπάρχουν δύο τιμές που καθορίζουν την αρτηριακή πίεση. Η συστολική είναι η πίεση των αρτηριών στη φάση της σύσπασης (συστολής) των τοιχωμάτων της καρδιάς και αποτελεί τη μέγιστη πίεση των αρτηριών. Επίσης, η διαστολική, είναι η πίεση των αρτηριών στη φάση της χαλάρωσης (διαστολής) των τοιχωμάτων της καρδιάς και αποτελεί την ελάχιστη πίεση των αρτηριών.
Ως αρτηριακή υπέρταση ορίζεται η επίμονη αύξηση της αρτηριακής πίεσης σε επίπεδα ανώτερα από τα φυσιολογικά, μετά από δυο ή περισσότερες μετρήσεις που χρονικά απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον μία εβδομάδα. Η αρτηριακή Υπέρταση διακρίνεται σε ιδιοπαθή ή πρωτοπαθή και σε δευτεροπαθή. Στην πρωτοπαθή ή ιδιοπαθή υπέρταση, που είναι και η συχνότερη (90-95% των ασθενών), η αιτία της αύξησης της πίεσης δεν είναι γνωστή. Συνήθως επιδρούν πολλοί παράγοντες, όπως κληρονομικοί και περιβαλλοντικοί. Στη δευτεροπαθή υπέρταση, η αιτία είναι μία και καθορισμένη. Αν αντιμετωπιστεί, η υπέρταση είναι δυνητικά ιάσιμη. Τα συχνότερα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι νεφρολογικά (νεφροπαρεγχυματική ή νεφραγγειακή υπέρταση), ενδοκρινολογικά (Πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, Σύνδρομο Cushing, Φαιοχρωμοκύτωμα) και η λήψη αντισυλληπτικών δισκίων.
Υπάρχουν δύο τιμές που καθορίζουν την αρτηριακή πίεση. Η συστολική είναι η πίεση των αρτηριών στη φάση της σύσπασης (συστολής) των τοιχωμάτων της καρδιάς και αποτελεί τη μέγιστη πίεση των αρτηριών. Επίσης, η διαστολική, είναι η πίεση των αρτηριών στη φάση της χαλάρωσης (διαστολής) των τοιχωμάτων της καρδιάς και αποτελεί την ελάχιστη πίεση των αρτηριών.

Ως αρτηριακή υπέρταση ορίζεται η επίμονη αύξηση της αρτηριακής πίεσης σε επίπεδα ανώτερα από τα φυσιολογικά, μετά από δυο ή περισσότερες μετρήσεις που χρονικά απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον μία εβδομάδα. Η αρτηριακή Υπέρταση διακρίνεται σε ιδιοπαθή ή πρωτοπαθή και σε δευτεροπαθή. Στην πρωτοπαθή ή ιδιοπαθή υπέρταση, που είναι και η συχνότερη (90-95% των ασθενών), η αιτία της αύξησης της πίεσης δεν είναι γνωστή. Συνήθως επιδρούν πολλοί παράγοντες, όπως κληρονομικοί και περιβαλλοντικοί. Στη δευτεροπαθή υπέρταση, η αιτία είναι μία και καθορισμένη. Αν αντιμετωπιστεί, η υπέρταση είναι δυνητικά ιάσιμη. Τα συχνότερα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι νεφρολογικά (νεφροπαρεγχυματική ή νεφραγγειακή υπέρταση), ενδοκρινολογικά (Πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, Σύνδρομο Cushing, Φαιοχρωμοκύτωμα) και η λήψη αντισυλληπτικών δισκίων.
Διερεύνηση Ηλεκτρολυτικών διαταραχών
Οι ηλεκτρολύτες είναι ανόργανα χημικά στοιχεία, θετικά ή αρνητικά φορτισμένα, διαλυμένα σε όλα τα υγρά του σώματος. Οι κυριότεροι ηλεκτρολύτες του οργανισμού είναι: Νάτριο, Κάλιο, Ασβέστιο, Μαγνήσιο και φώσφορος.
Οι Φυσιολογικές τιμές τους στον ορό παρουσιάζονται ως κάτωθι:
Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν συνοπτικά οι διαταραχές των δύο βασικότερων ηλεκτρολυτών, του νατρίου και του καλίου, δηλαδή υπό και υπερνατριαιμία και υπό και υπερκαλιαιμία.
Στην υπονατριαιμία και ιδιαίτερα σε τιμές κάτω από 125mEq/L, λόγω της υποτονικότητας του πλάσματος, έχουμε είσοδο του νερού στα κύτταρα, εξοίδηση των εγκεφαλικών κυττάρων με αποτέλεσμα Σύγχυση, Κεφαλαλγία, Ψευδαισθήσεις, Ναυτία – εμέτους, Σπασμούς και τελικά Κώμα ως και αιφνίδιο θάνατο. Η υπονατριαιμία διαιρείται σε Μη υποτονική (Ισοτονική και Υπερτονική) και στη συχνότερη μορφή της την υπερτονική. Η υποτονική υπονατριαιμία διαιρείται περαιτέρω σε υπερογκαιμική, ευογκαιμική και υπογκαιμική.
Αίτια υπερογκαιμικής υποντριαιμίας: Καρδιακή Ανεπάρκεια, Ηπατική Κίρρωση, Νεφρωσικό Σύνδρομο
Αίτια ευογκαιμικής υπονατριαιμίας: Ανεπάρκεια κορτικοειδών, Υποθυρεοειδισμός, Πόνος, Ψυχιατρικές διαταραχές, Φάρμακα, Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης Αντιδιουρητικής Ορμόνης
Αίτια υπογκαιμικής υπονατριαιμίας:
Στην υπερνατριαιμία, λόγω της υπερτονικότητας του πλάσματος, έχουμε έξοδο νερού από τα κύτταρα, αφυδάτωση των κυττάρων με αποτέλεσμα νευρολογική σημειολογία όπως Λήθαργος, Ανησυχία, Ευερεθιστότητα, Σπασμοί, Ενδοκράνια αιμορραγία και τελικά Κώμα. Τα Αίτια Υπερνατριαιμίας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, τη μη αναπληρούμενη απώλεια ύδατος σε συνδυασμό με διαταραχή της δίψας ή αδυναμία πρόσβασης σε νερό, την ενδοκυττάρια μετακίνηση ύδατος και την αυξημένη πρόσληψη ή χορήγηση νατρίου.
Μη αναπληρούμενη απώλεια ύδατος σε συνδυασμό με διαταραχή της δίψας ή αδυναμία πρόσβασης σε νερό: Απώλειες από νεφρούς (Κεντρικός άποιος διαβήτης (CDI), Νεφρογενής άποιος διαβήτης (NDI), έλλειψη απάντησης του νεφρού στη δράση της ADH, Ωσμωτική διούρηση, Διουρητικά της αγκύλης, Μετα-αποφρακτική διούρηση, Πολυουρική φάση οξείας σωληναριακής νέκρωσης), Απώλειες από γαστρεντερικό μέσω ωσμωτικής διάρροιας, Αύξηση άδηλων αναπνοών (εγκαύματα, λοιμώξεις αναπνευστικού), Διαταραχές υποθαλάμου
Ενδοκυττάρια μετακίνηση ύδατος: Σπασμοί, Υπερβολική άσκηση. Προκαλείται παροδική υπερνατριαιμία
Αυξημένη πρόσληψη ή χορήγηση νατρίου: Χορήγηση υπέρτονων διαλυμάτων NaCI ή NaHCΟ3 (υπέρτονα διαλύματα παρεντερικής διατροφής, έγχυση υπέρτονου διαλύματος στην ουροδόχο κύστη), θεραπευτική χορήγηση υπέρτονου NaHCΟ3 (4%, 8,4%), αιμοκάθαρση με διάλυμα αυξημένης συγκέντρωσης Na+), Αυξημένη πρόσληψη νατρίου (κατάποση θαλασσινού νερού, λήψη εμετικών δισκίων NaCl
Στην υποκαλιαιμία, η βαρύτητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από την ταχύτητα εγκατάστασης και τη βαρύτητα της υποκαλιαιμίας. Ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει μυϊκή αδυναμία. Ωστόσο ο βασικός κίνδυνος από την υποκαλιαιμία είναι οι αρρυθμίες που μπορεί να παρουσιαστούν όπως φλεβοκομβική βραδυκαρδία, κολπική ή κομβική ταχυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, κοιλιακή ταχυκαρδία ή μαρμαρυγή.
Τα αίτια της υποκαλιαιμίας χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: Ελαττωμένη πρόσληψη καλίου η οποία συνήθως οφείλεται σε υποσιτισμό, Αυξημένη αποβολή και μετακίνηση καλίου ενδοκυτταρίως.
Τα αίτια αυξημένης αποβολής καλίου διαιρούνται σε νεφρικά και εξωνεφρικά. Τα νεφρικά αίτια είναι: πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, δευτεροπαθής υπεραλδοστερονισμός (Κακοήθης υπέρταση, Ρενινοεκριτικοί όγκοι, στένωση νεφρικής αρτηρίας, Υποογκαιμία), χρήση γλυκύριζας, χρήση μασώμενου καπνού, χρήση καρβενοξολόνης, διαβητική κετοξέωση, υπομαγνησιαιμία, συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων, σύνδρομο Cushing, σύνδρομο Bartter, σύνδρομο Liddle, Σύνδρομο Gitelman, αυξημένη χρήση διουρητικών θειαζιδικών και αγκύλης.
Τέλος, τα αίτια μετακίνησης του καλίου ενδοκυτταρίως είναι: Ενεργοποίηση β-αδρενεργικών υποδοχέων (Stress, Φάρμακα), Αναβολική Κατάσταση (Αυξημένη αιμοποίηση, Θεραπεία μεγαλοβλαστικής αναιμίας, Χορήγηση GM-CSF, Ολική Παρεντερική σίτιση), Αποκλεισμός α-αδρενεργικών υποδοχέων, Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, Μεταβολική αλκάλωση, Υποθερμία, Δηλητηρίαση με άτυπα αντιψυχωσικά.
Τα εξωνεφρικά αίτια αφορούν απώλειες από το γαστρεντερικό (εμετοί, διάρροιες, κατάχρηση καθαρτικών) και από το δέρμα (έντονη εφίδρωση, παρατεταμένο εμπύρετο). Παρόμοιο κίνδυνο με την υποκαλιαιμία έχει και η υπερκαλιαιμία, καθώς μπορεί να οδηγήσει τόσο σε δυνητικά θανατηφόρες αρρυθμίες, όσο και σε αδυναμία των αναπνευστικών μυών. Η υπερκαλιαίμια εμφανίζεται σπάνια σε υγιείς ασθενείς, αλλά είναι πολύ συχνή σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Είναι συμπτωματική συνήθως όταν είναι οξεία και σοβαρού βαθμού.
Τα αίτια της υπερκαλιαιμίας χωρίζονται σε τρείς κατηγορίες: Αυξημένη έξοδος καλίου εξωκυτταρίως, Ψευδής υπερκαλιαιμία, Ανεπαρκής Απέκκριση.
Τα αίτια της αυξημένης εξόδου καλίου από τα κύτταρα είναι: Μεταβολική οξέωση, Υπερωσμωτικότητα, Φάρμακα (Σκιαγραφικά, Μανιτόλη, β-αποκλειστές), Εκτεταμένα τραύματα, Σύνδρομο λύσης όγκου, Δηλητηρίαση με (δακτυλίτιδα, Ουαμπαϊνη)
Τα αίτια της ψευδούς υπερκαλιαιμίας είναι: λευκοκυττάρωση, θρομβοκυττάρωση, κακή τεχνική αιμοληψίας
Τέλος τα αίτια της ανεπαρκούς απέκκρισης είναι: Καλιοπροστατευτικά Διουρητικά, Σοβαρή Νεφρική Ανεπάρκεια, ελάττωση όγκου (αφυδάτωση, καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατική ανεπάρκεια), Πυελονεφρίτιδα, Διάμεση Νεφρίτιδα, Διαβητική Σπειραματοσκλήρυνση, Υποαλδοστερονισμός (Αυξημένη χρήση Αναστολέων Άξονα ΡΑΑ, Νόσος Addison, Συγγενής επινεφριδιακή ανεπάρκεια, Αντίσταση στην αλδοστερόνη)
Οι Φυσιολογικές τιμές τους στον ορό παρουσιάζονται ως κάτωθι:
- Νάτριο (Nα+): 135 - 150 mΕq/lt
- Κάλιο (Κ+): 3,5 - 5 mEq/lt
- Ασβέστιο (Cα++): 4,5 - 5,5 mEq/lt ή 8,5 - 10,5 mg/dl
- Μαγνήσιο (Mg++): 1,5 - 2,5 mEq/lt
- Φώσφορος (HPO-4):1 – 1,5 mEq/lt ή 2,5 – 4,5 mg/dl
Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν συνοπτικά οι διαταραχές των δύο βασικότερων ηλεκτρολυτών, του νατρίου και του καλίου, δηλαδή υπό και υπερνατριαιμία και υπό και υπερκαλιαιμία.
Στην υπονατριαιμία και ιδιαίτερα σε τιμές κάτω από 125mEq/L, λόγω της υποτονικότητας του πλάσματος, έχουμε είσοδο του νερού στα κύτταρα, εξοίδηση των εγκεφαλικών κυττάρων με αποτέλεσμα Σύγχυση, Κεφαλαλγία, Ψευδαισθήσεις, Ναυτία – εμέτους, Σπασμούς και τελικά Κώμα ως και αιφνίδιο θάνατο. Η υπονατριαιμία διαιρείται σε Μη υποτονική (Ισοτονική και Υπερτονική) και στη συχνότερη μορφή της την υπερτονική. Η υποτονική υπονατριαιμία διαιρείται περαιτέρω σε υπερογκαιμική, ευογκαιμική και υπογκαιμική.
Αίτια υπερογκαιμικής υποντριαιμίας: Καρδιακή Ανεπάρκεια, Ηπατική Κίρρωση, Νεφρωσικό Σύνδρομο
Αίτια ευογκαιμικής υπονατριαιμίας: Ανεπάρκεια κορτικοειδών, Υποθυρεοειδισμός, Πόνος, Ψυχιατρικές διαταραχές, Φάρμακα, Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης Αντιδιουρητικής Ορμόνης
Αίτια υπογκαιμικής υπονατριαιμίας:
- Με Νάτριο ούρων > 20 mEq / L τα αίτια σχετίζονται με νεφρικές απώλειες: Χρήση θειαζιδικών διουρητικών, Ανεπάρκεια αλατοκορτικοειδων, Νεφροπάθειες με απώλεια νατρίου (Διάμεση νεφρίτιδα, πολυκυστική νόσος νεφρών), νατριούρηση κεντρικής αιτιολογίας
- Με Νάτριο ούρων < 10 mEq / L τα αίτια σχετίζονται με εξωνεφρικές απώλειες: Διάρροια, έμετοι, παγκρεατίτιδα, εγκαύματα
Στην υπερνατριαιμία, λόγω της υπερτονικότητας του πλάσματος, έχουμε έξοδο νερού από τα κύτταρα, αφυδάτωση των κυττάρων με αποτέλεσμα νευρολογική σημειολογία όπως Λήθαργος, Ανησυχία, Ευερεθιστότητα, Σπασμοί, Ενδοκράνια αιμορραγία και τελικά Κώμα. Τα Αίτια Υπερνατριαιμίας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, τη μη αναπληρούμενη απώλεια ύδατος σε συνδυασμό με διαταραχή της δίψας ή αδυναμία πρόσβασης σε νερό, την ενδοκυττάρια μετακίνηση ύδατος και την αυξημένη πρόσληψη ή χορήγηση νατρίου.
Μη αναπληρούμενη απώλεια ύδατος σε συνδυασμό με διαταραχή της δίψας ή αδυναμία πρόσβασης σε νερό: Απώλειες από νεφρούς (Κεντρικός άποιος διαβήτης (CDI), Νεφρογενής άποιος διαβήτης (NDI), έλλειψη απάντησης του νεφρού στη δράση της ADH, Ωσμωτική διούρηση, Διουρητικά της αγκύλης, Μετα-αποφρακτική διούρηση, Πολυουρική φάση οξείας σωληναριακής νέκρωσης), Απώλειες από γαστρεντερικό μέσω ωσμωτικής διάρροιας, Αύξηση άδηλων αναπνοών (εγκαύματα, λοιμώξεις αναπνευστικού), Διαταραχές υποθαλάμου
Ενδοκυττάρια μετακίνηση ύδατος: Σπασμοί, Υπερβολική άσκηση. Προκαλείται παροδική υπερνατριαιμία
Αυξημένη πρόσληψη ή χορήγηση νατρίου: Χορήγηση υπέρτονων διαλυμάτων NaCI ή NaHCΟ3 (υπέρτονα διαλύματα παρεντερικής διατροφής, έγχυση υπέρτονου διαλύματος στην ουροδόχο κύστη), θεραπευτική χορήγηση υπέρτονου NaHCΟ3 (4%, 8,4%), αιμοκάθαρση με διάλυμα αυξημένης συγκέντρωσης Na+), Αυξημένη πρόσληψη νατρίου (κατάποση θαλασσινού νερού, λήψη εμετικών δισκίων NaCl
Στην υποκαλιαιμία, η βαρύτητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από την ταχύτητα εγκατάστασης και τη βαρύτητα της υποκαλιαιμίας. Ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει μυϊκή αδυναμία. Ωστόσο ο βασικός κίνδυνος από την υποκαλιαιμία είναι οι αρρυθμίες που μπορεί να παρουσιαστούν όπως φλεβοκομβική βραδυκαρδία, κολπική ή κομβική ταχυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, κοιλιακή ταχυκαρδία ή μαρμαρυγή.
Τα αίτια της υποκαλιαιμίας χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: Ελαττωμένη πρόσληψη καλίου η οποία συνήθως οφείλεται σε υποσιτισμό, Αυξημένη αποβολή και μετακίνηση καλίου ενδοκυτταρίως.
Τα αίτια αυξημένης αποβολής καλίου διαιρούνται σε νεφρικά και εξωνεφρικά. Τα νεφρικά αίτια είναι: πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, δευτεροπαθής υπεραλδοστερονισμός (Κακοήθης υπέρταση, Ρενινοεκριτικοί όγκοι, στένωση νεφρικής αρτηρίας, Υποογκαιμία), χρήση γλυκύριζας, χρήση μασώμενου καπνού, χρήση καρβενοξολόνης, διαβητική κετοξέωση, υπομαγνησιαιμία, συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων, σύνδρομο Cushing, σύνδρομο Bartter, σύνδρομο Liddle, Σύνδρομο Gitelman, αυξημένη χρήση διουρητικών θειαζιδικών και αγκύλης.
Τέλος, τα αίτια μετακίνησης του καλίου ενδοκυτταρίως είναι: Ενεργοποίηση β-αδρενεργικών υποδοχέων (Stress, Φάρμακα), Αναβολική Κατάσταση (Αυξημένη αιμοποίηση, Θεραπεία μεγαλοβλαστικής αναιμίας, Χορήγηση GM-CSF, Ολική Παρεντερική σίτιση), Αποκλεισμός α-αδρενεργικών υποδοχέων, Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, Μεταβολική αλκάλωση, Υποθερμία, Δηλητηρίαση με άτυπα αντιψυχωσικά.
Τα εξωνεφρικά αίτια αφορούν απώλειες από το γαστρεντερικό (εμετοί, διάρροιες, κατάχρηση καθαρτικών) και από το δέρμα (έντονη εφίδρωση, παρατεταμένο εμπύρετο). Παρόμοιο κίνδυνο με την υποκαλιαιμία έχει και η υπερκαλιαιμία, καθώς μπορεί να οδηγήσει τόσο σε δυνητικά θανατηφόρες αρρυθμίες, όσο και σε αδυναμία των αναπνευστικών μυών. Η υπερκαλιαίμια εμφανίζεται σπάνια σε υγιείς ασθενείς, αλλά είναι πολύ συχνή σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Είναι συμπτωματική συνήθως όταν είναι οξεία και σοβαρού βαθμού.
Τα αίτια της υπερκαλιαιμίας χωρίζονται σε τρείς κατηγορίες: Αυξημένη έξοδος καλίου εξωκυτταρίως, Ψευδής υπερκαλιαιμία, Ανεπαρκής Απέκκριση.
Τα αίτια της αυξημένης εξόδου καλίου από τα κύτταρα είναι: Μεταβολική οξέωση, Υπερωσμωτικότητα, Φάρμακα (Σκιαγραφικά, Μανιτόλη, β-αποκλειστές), Εκτεταμένα τραύματα, Σύνδρομο λύσης όγκου, Δηλητηρίαση με (δακτυλίτιδα, Ουαμπαϊνη)
Τα αίτια της ψευδούς υπερκαλιαιμίας είναι: λευκοκυττάρωση, θρομβοκυττάρωση, κακή τεχνική αιμοληψίας
Τέλος τα αίτια της ανεπαρκούς απέκκρισης είναι: Καλιοπροστατευτικά Διουρητικά, Σοβαρή Νεφρική Ανεπάρκεια, ελάττωση όγκου (αφυδάτωση, καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατική ανεπάρκεια), Πυελονεφρίτιδα, Διάμεση Νεφρίτιδα, Διαβητική Σπειραματοσκλήρυνση, Υποαλδοστερονισμός (Αυξημένη χρήση Αναστολέων Άξονα ΡΑΑ, Νόσος Addison, Συγγενής επινεφριδιακή ανεπάρκεια, Αντίσταση στην αλδοστερόνη)
Διερεύνηση Σακχαρώδους Διαβήτη
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί πολυπαραγοντικό σύνδρομο το οποίο χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών, λόγω έλλειψης ινσουλίνης. Η έλλειψη μπορεί να είναι πλήρης ή μερική. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί ΣΔ με φυσιολογικά ή αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα, όταν αυτή δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του μεταβολισμού, λόγω παρεμπόδισης δράσης της στους περιφερικούς ιστούς, φαινόμενο το οποίο ονομάζεται αντίσταση στην ινσουλίνη. Ο Σακχαρώδης Διαβήτης χαρακτηρίζεται από αυξημένες τιμές γλυκόζης αίματος.
Ο ΣΔ, ταξινομείται ως κάτωθι:
Ο ΣΔ, ταξινομείται ως κάτωθι:
- Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1: Στο παρελθόν ονομαζόταν και νεανικός διαβήτης. Οφείλεται σε καταστροφή των β-κυπάρων, που συνήθως οδηγεί σε απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης. Συνήθως είναι αυτοάνοσης αιτιολογίας και γονιδιακά καθορισμένο νόσημα.
- Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2: Αποτελεί τη συνηθέστερη μορφή διαβήτη και οφείλεται στην προοδευτική ελάττωση παραγωγής ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα, από μικρή ελάττωση της ινσουλίνης μέχρι πλήρους έλλειψής της.
- Άλλες Μορφές
- Σακχαρώδης Διαβήτης λόγω γενετικών διαταραχών της λειτουργίας των β-κυττάρων και αφορούν την έκκριση ινσουλίνης (Νεογνικός διαβήτης, Διαβήτης MODY)
- Σακχαρώδης Διαβήτης λόγω γενετικών διαταραχών της δράσης της ινσουλίνης
- Σακχαρώδης Διαβήτης λόγω λοιμώξεων και νόσων της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέατος
- Σακχαρώδης Διαβήτης της κύησης
- Γλυκόζη πλάσματος νηστείας >126 mg/dL
- Γλυκόζη πλάσματος 2 ωρών (κατά τη δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη 75gr) > 200 mg/dL
- Τυχαία μέτρηση γλυκόζης πλάσματος >200 mg/dL σε διαβητικό με τυπικά συμπτώματα υπεργλυκαιμίας ή υπεργλυκαιμική κρίση
- HBA1c > 6,5%
- H αυξημένη γλυκόζη νηστείας αντιπροσωπεύει κυρίως αντίσταση στην ινσουλίνη στο επίπεδο του ήπατος
- H αυξημένη γλυκόζη στις 2 ώρες μετά από φόρτιση με γλυκόζη αντιπροσωπεύει κυρίως ύπαρξη αντίστασης στην ινσουλίνη στο επίπεδο του λιπώδους και μυϊκού ιστού
- Η αυξημένη HbA1c αντιπροσωπεύει τη μέση γλυκαιμία των προηγούμενων 2-3 μηνών
- Γλυκόζη πλάσματος νηστείας 100-125 mg/dL
- Γλυκόζη πλάσματος 2 ωρών (κατά τη δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη 75gr) 140-199 mg/dL
- Ηλικία >45 έτη
- Περιφέρεια μέσης >102 cm (άνδρες) και >88 cm (γυναίκες)
- Δείκτης μάζας σώματος >30 kg/m2
- Οικογενειακό ιστορικό ΣΔ σε γονείς, αδέλφια, παιδιά
- Ιστορικό υπέρτασης ή καρδιαγγειακής νόσου
- Ιστορικό δυσλιπιδαιμίας (υψηλά τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL)
- Ιστορικό ΣΔ κύησης
- Γέννηση παιδιών με σωματικό βάρος >4 kg Γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
- Λήψη φαρμάκων από εκείνα που προδιαθέτουν σε αύξηση της γλυκόζης αίματος (π.χ. κορτικοστεροειδή, αντιψυχωσικά)
Ρύθμιση Δυσλιπιδαιμίας
Ως δυσλιπιδαιμία, ορίζεται το σύνολο καταστάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα ποσοτικές και ποιοτικές διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων του ανθρώπινου οργανισμού και έχει αντικαταστήσει το παλαιότερο όρο «υπερλιπιδαιμία».
Οι δυσλιπιδαιμίες διαιρούνται σε πρωτοπαθείς, όταν είναι γονιδιακής αιτιολογίας και σε δευτεροπαθείς, όταν οφείλεται σε άλλες καταστάσεις – νοσήματα. Οι πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες:
Οι δυσλιπιδαιμίες διαιρούνται σε πρωτοπαθείς, όταν είναι γονιδιακής αιτιολογίας και σε δευτεροπαθείς, όταν οφείλεται σε άλλες καταστάσεις – νοσήματα. Οι πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες:
- Χυλομικροναιμία (κληρονομική ή επίκτητη): ↑↑↑↑ τριγλυκεριδίων (>1000 mg/dL) (συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο οξείας παγκρεατίτιδας)
- Οικογενής υπερχοληστερολαιμία
- Ομόζυγη (1/160.000-1/1.000.000 άτομα): ↑↑↑↑↑ LDL χοληστερόλης
- Ετερόζυγη (1/200-500 άτομα): ↑↑↑↑ LDL χοληστερόλης
- Μικτή υπερλιπιδαιμία
- Οικογενής μικτή (1/300 άτομα): ↑ LDL χοληστερόλης, ↑↑ τριγλυκεριδίων, HDL χοληστερόλης
- Οικογενής δυσβηταλιποπρωτεϊναιμία (νόσος των λιποπρωτεϊνικών καταλοίπων) (1:10.000 άτομα): ↑ LDL χοληστερόλης, ↑ τριγλυκεριδίων, HDL χοληστερόλης
- Οικογενής υπερτριγλυκεριδαιμία (1/2.000 άτομα): ↑↑ τριγλυκεριδίων
- Οικογενής μείωση της HDL χοληστερόλης: HDL χοληστερόλης
- Σακχαρώδης διαβήτης
- Υποθυρεοειδισμός
- Χολόσταση
- Χρόνια νεφρική νόσος - Νεφρωσικό σύνδρομο
- Παχυσαρκία
- Κατάχρηση οινοπνεύματος
- Φάρμακα που προκαλούν δυσλιπιδαιμία
- προγεστερινοειδή
- αναβολικά στεροειδή
- κορτικοστεροειδή
- θειαζιδικά διουρητικά σε υψηλές δόσεις
- κλασικοί β-αποκλειστές
- αντιρετροϊκά φάρμακα
- ιντερφερόνη-α
- ρετινοειδή
- οιστρογόνα-ταμοξιφαίνη
- κυκλοσπορίνη – everolimus - tacrolimus
- Άνδρες άνω των 40 ετών και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες
- Άτομα με αθηροσκληρωτική νόσο ανεξάρτητα από την ηλικία ή με κλινικά ευρήματα ενδεικτικά δυσλιπιδαιμίας
- Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ανεξάρτητα από την ηλικία
- Ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο:
- υπολογιζόμενος ρυθμός σπειραματικής διήθησης (eGFR) <60 mL/min/1.73m2 ή
- παρουσία αλβουμινουρίας
- Άτομα με οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου
- Άτομα με αρτηριακή υπέρταση
- Άτομα με χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα
- ερυθηματώδης λύκος
- ρευματοειδής αρθρίτιδα
- ψωρίαση
- σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας
- Ενήλικα άτομα που καπνίζουν
- Ενήλικα άτομα με σεξουαλική δυσλειτουργία
- Υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα με δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) >27 kg/m2
- Συγγενείς ατόμων με κληρονομικές διαταραχέςτων λιπιδίων
- Παιδιά με κληρονομικό ιστορικό υπερλιπιδαιμίας ή καρδιαγγειακής νόσου ή άλλους παράγοντες κινδύνου
- ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
- Στεφανιαία Νόσος
- Ισχαιμικό Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο
- Περιφερική Αγγειακή Νόσος (στενώσεις >50% ή αορτικό ανεύρυσμα)
- Χρόνια Νεφρική Νόσος με eGFR <30 mL/min/1,73 m2 ή
- Διαβήτης με βλάβη-οργάνου στόχου (κυρίως αλβουμινουρία)
- ≥3 πρόσθετους παράγοντες κινδύνου (ηλικία, κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, παχυσαρκία, θετικό οικογενειακό ιστορικό πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου)
- ΥΨΗΛΟΣ
- Οικογενής Υπερχοληστερολαιμία με ≥1 πρόσθετους παράγοντες κινδύνου
- Υπέρταση σταδίου 3
- Αυτοάνοσο ρευματικό νόσημα
- Χρόνια Νεφρική Νόσος με eGFR 30-60 mL/min/1,73 m2
- Διαβήτης >10 έτη ή / και ≥1 πρόσθετους παράγοντες κινδύνου (ηλικία, κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, παχυσαρκία, θετικό οικογενειακό ιστορικό πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου) χωρίς βλάβη-οργάνου στόχου.
- ΜΕΤΡΙΟΣ
- Οικογενής Υπερχοληστερολαιμία χωρίς άλλο παράγοντα κινδύνου
- νέοι ασθενείς (<50 ετών) με ΣΔ <10 έτη χωρίς μείζονες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. [divider height="10"]
- ΧΑΜΗΛΟΣ
Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται τροποποίηση του τρόπου ζωής. Αν μετά από 6 μήνες δεν επιτευχθεί LDL < 116 mg/dL απαιτείται η χορήγηση φαρμακευτικής θεραπείας.
Διερεύνηση - Αναιμίας
Αναιμία είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης (Hb) είναι χαμηλότερα από τα κατώτερα φυσιολογικά όρια κατά μονάδα όγκου αίματος. Οι φυσιολογικές τιμές αιμοσφαιρίνης διαφέρουν ανάλογα με το φύλο και στους μεν άνδρες είναι 13,5 - 16,5 g/dl στις δε γυναίκες είναι 12 - 15 g/dl. Η αναιμία μπορεί να οφείλεται είτε σε ελαττωμένη αιμοποίηση, είτε σε καταστροφή ερυθρών αιμοσφαρίων, είτε σε απώλεια αίματος. Μορφολογικά διαιρείται σε ΥΠΟΧΡΩΜΗ – ΜΙΚΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ (Ελαττωμένη τιμή MCV κι MCH), ΝΟΡΜΟΧΡΩΜΗ - ΝΟΡΜΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ και ΜΑΚΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ (Αυξημένη τιμή MCV, MCH – Φυσιολογική MHCH). Παρακάτω παρουσιάζονται τα σημαντικότερα αίτια αναιμίας.
- Αίτια ΥΠΟΧΡΩΜΗΣ – ΜΙΚΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ αναιμίας:
- o Σιδηροπενική Αναιμία
- o Σιδηροβλαστική Αναιμία
- o Θαλασσαιμίες
- o Αναιμία χρονίας νόσου
- Αίτια ΝΟΡΜΟΧΡΩΜΗΣ – ΝΟΡΜΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ αναιμίας:
- Αιμολυτικές αναιμίες
- Αναιμία χρονίας νόσου
- Οξεία απώλεια αίματος
- Παθήσεις Μυελού των οστών
- Αίτια ΜΑΚΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ αναιμίας:
- Έλλειψη Βιταμίνης Β12 (συμπεριλαμβάνεται και η κακοήθης αναιμία)
- Έλλειψη Φυλλικού Οξέος
- Χρόνια Ηπατική Νόσος
- Αλκοολισμός
- Λήψη αντιρετροϊκών φαρμάκων
Συνταγογράφηση – Έκδοση Παραπεμπτικών για Εξετάσεις και Πιστοποιητικών
Η διαδικασία της συνταγογράφησης και της έκδοσης παραπεμπτικών εξετάσεων γίνεται μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης και σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Νόμος 3418/2005).
Η διαδικασία της έκδοσης πιστοποιητικών, γίνεται είτε χειρόγραφα είτε ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Νόμος 3418/2005).
Η διαδικασία της έκδοσης πιστοποιητικών, γίνεται είτε χειρόγραφα είτε ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Νόμος 3418/2005).
Αξιολόγηση εργαστηριακού και απεικονιστικού ελέγχου προς διάγνωση και θεραπεία οξέων ή χρονίων παθήσεων
Παρακολούθηση ασθενών μετά την έξοδο από το νοσοκομείο για παθολογικά αίτια